- μηχανία
- μηχανία, ἡ (ΑΜ, Α ποιητ. τ. μηχανίη, Μ και μηχανιά)δόλος, πανουργία, απάτη, τέχνασμα, παγίδαμσν.φρ. «μπαίνω εἰς μηχανίαν μετά τινος» — σχεδιάζω κάτι με κάποιον ή κάνω συμφωνία με κάποιον σκεπτόμενος πονηρά ή υστερόβουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.